μέρμνος

μέρμνος
μέρμνος, , a sort of
A hawk, Call.Aet.Oxy.2080.68, Ael.NA12.4:— spelt [full] μέρμνης in Hsch., An.Ox.1.64.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέρμνος — και μέρμνης, ὁ (Α) 1. είδος γερακιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης τρίορχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση τής λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • μέρμνον — μέρμνος hawk masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνου — μέρμνος hawk masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνων — μέρμνος hawk masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνης — μέρμνης, ὁ (Α) βλ. μέρμνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”